- Ἀποδωτός
- Ἀποδωτόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀποδωτῶν — Ἀποδωτός fem gen pl Ἀποδωτός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀποδωτόν — Ἀποδωτός masc acc sg Ἀποδωτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀποδωτοῖς — Ἀποδωτός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀποδωτοί — Ἀποδωτός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀποδῶτ' — Ἀποδωτά , Ἀποδωτός neut nom/voc/acc pl Ἀποδωτά̱ , Ἀποδωτός fem nom/voc/acc dual Ἀποδωτά̱ , Ἀποδωτός fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἀποδωτέ , Ἀποδωτός masc voc sg Ἀποδωταί , Ἀποδωτός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)